κάρδαμο

κάρδαμο
Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται γρήγορα, ύψους 50-60 εκ., γλαυκοπράσινο, με άφθονα ποικιλόμορφα φύλλα. Νεροκάρδαμο ονομάζεται η υδροχαρής πόα ναστούρτιο το φαρμακευτικό της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που είναι αυτοφυής στην Ελλάδα, στις όχθες ποταμών, στα ρυάκια και στις πηγές. Έχει γωνιώδη βλαστό, πολύκλαδο προς τα πάνω, με πτεροσχιδή φύλλα, σχηματισμένα από πέντε ή περισσότερα βαθυπράσινα και σχετικά παχιά φυλλάρια, από τα οποία το επάκριο είναι μεγαλύτερο από τα άλλα και έχει πολυγωνικό-στρογγυλεμένο σχήμα. Τα άνθη του είναι μικρά, λευκά, με τέσσερα πέταλα, κατά επάκριο βότρυ. Τα φύλλα του νεροκάρδαμου τρώγονται ως σαλατικό είτε βρασμένα είτε ωμά. Ωστόσο ο δεύτερος τρόπος κατανάλωσης είναι επικίνδυνος, γιατί πάνω σε αυτό το φυτό ζουν οι προνύμφες του παρασιτικού σκώληκα του ήπατος φασίολα η ηπατικήδίστομο το ηπατικό. Το νεροκάρδαμο (ναστούρτιο το φαρμακευτικό), του οποίου τα φύλλα τρώγονται, είναι πόα αυτοφυής στην Ελλάδα. Στο σχέδιο, το φυτό με τα άνθη του? στη φωτογραφία, φυτώρια.
* * *
το και κάρδαμος, ο (AM κάρδαμον)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία φυτών τής οικογένειας τών σταυρανθών
αρχ.
1. είδος λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως σήμερα το σινάπι
2. φρ. «βλέπω κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει κάρδαμο (Αριστοφ.)
3. παροιμ. «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το κράδος «κλαδάκι» και με το σκόροδον δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. λέξη kardamah, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο φυτό, οπότε η σύνδεση της με το κάρδαμον παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες φυτών σε -άμον (πρβλ. δίκτ-αμον, σήσ-αμον). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. τού πληθ. kadamija.
ΠΑΡ. καρδαμίνη, καρδαμίς
αρχ.
καρδαμάλη, καρδάμη, καρδαμίζω
νεοελλ.
καρδαμούρα, καρδαμώνω.
ΣΥΝΘ. καρδαμόσπορο(ν), καρδάμωμον
αρχ.
καρδαμογλύφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάρδαμο — το γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδαμώνω — [κάρδαμο] 1. (ως αμτβ.) δυναμώνω, ανακτώ δυνάμεις, παίρνω απάνω μου 2. (ως μτβ.) τονώνω, ενδυναμώνω …   Dictionary of Greek

  • καρδαμάλη — και παρδαμάλη και καρδάμη, ἡ (Α) [κάρδαμο] περσικό έδεσμα, είδος άρτου ή ζυμαρικού από κάρδαμο …   Dictionary of Greek

  • καρδαμίδα — η (Α καρδαμίς, ίδος) [κάρδαμο] το φυτό κάρδαμο …   Dictionary of Greek

  • καρδαμίνη — (Cardamine). Φυτό της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), του οποίου πολλά είδη έχουν γεύση ανάλογη με τη γεύση του κάρδαμου. Το γνωστότερο είδος είναι η κ. η λιβαδική, που διακρίνεται για τα δύο ειδών φύλλα της: αυτά που βρίσκονται προς… …   Dictionary of Greek

  • καρδαμούρα — η [κάρδαμο] βοτ. το κάρδαμο …   Dictionary of Greek

  • ανάρρινον — ἀνάρρινον, το (Α) [ρις] 1. χόρτο δριμύ στη γεύση, το κάρδαμο 2. φυτό αντίρρινον (κατά τον βοτανικό Διοσκορίδη) 3. αυτό που προκαλεί φτάρνισμα …   Dictionary of Greek

  • καρδάνη — καρδάνη, ἡ (Α) το κάρδαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάρδαμον] …   Dictionary of Greek

  • καρδαμίζω — (Α) [κάρδαμο] μιλώ για κάρδαμα, δηλ. λέω ανοησίες …   Dictionary of Greek

  • καρδαμίς — καρδαμίς, ίδος ἡ (Α) κάρδαμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”